ΑΝΑΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (CDU/CSU) ΣΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ





- "Μπορεί να τα καταφέρει" η Α. Μέρκελ στο προσφυγικό;

-τι σημαίνει "ασφαλής χώρα προέλευσης" και γιατί είναι σημαντική η καταγραφή και ταυτοποίηση στα ελληνικά νησιά;

-ποιο είναι το ανώτατο όριο προσφύγων;

-γιατί εκδηλώνεται μια "απώλεια ελέγχου" στη γερμανική πολιτική;

-ποιο είναι το plan A2;
-γιατί η πολιτική της Μέρκελ είναι προοδευτικότερη από εκείνη των άλλων πλην αριστεράς κομμάτων;
-τι σημαίνει το σύνθημα "θα τα καταφέρουμε";



  











1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

                Σημαντικό ρόλο στην εξέταση των διάφορων πτυχών και διαστάσεων του προσφυγικού ζητήματος, των πολιτικών συνεπειών του και των κατευθύσεων που προτείνονται για την αντιμετώπισή του, αλλά για την γνώση των αντικειμενικών παραγόντων που επηρεάζουν τη λύση του και διαμορφώνονται μέσα από τους συσχετισμούς δυνάμεων, κατέχει η διασάφηση της πολιτικής που ακολουθείται αυτή τη στιγμή από την γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού CDU/CSU και SPD και ειδικότερα από την Καγκελάριο Angela Merkel.
                Βασικές προυποθέσεις της ανάλυσης του θέματος αυτού είναι η γνώση μερικών αριθμητικών και άλλων στοιχείων σχετικά με την διαχείριση των προσφυγικών ροών και των αιτήσεων ασύλου και στοιχειωδών πληροφοριών σχετικά με την δομή και τη λειτουργία του γερμανικού κράτους σε ομοσπονδιακό (Bund), κρατιδιακό (Land) και κοινοτικό (Kommune) επίπεδο, αλλά και η κατανόηση βασικών παραγόντων διαμόρφωσης της ακολουθούμενης πολιτικής, όπως για παράδειγμα του συσχετισμού δυνάμεων εντός του κυβερνώνοντος κόμματος CDU, του ζητήματος της διαδοχής της A. Merkel στην αρχηγία και του ρόλου άλλων κομμάτων και πολιτικών, είτε προερχόμενων από τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού (CSU, SPD), είτε ασκούντων εξωτερικές πιέσεις (AFD). Σε μια όσο το δυνατόν πιο κατατοπιστική θεώρηση του ζητήματος θα συνέβαλε τέλος και μια επισήμανση των ιδιαίτερων στοιχείων της πολιτικής της καγκελαρίου και του τρόπου που αυτά συνδέονται με την πολιτική της προσωπικότητα και επηρεάζουν το πολιτικό της στίγμα.

                Στο πρώτο τμήμα αυτού του κειμένου γίνεται μια βασική περιγραφή των γενικών παραγόντων που διαμορφώνουν τη ρητορική σχετικά με την επίλυση του προσφυγικού ζητήματος στη Γερμανία (δημογραφικό ζήτημα, διαθέσιμες θέσεις ανειδίκευτης και ειδικευμένης εργασίας κ.λπ.). Συμπληρωματικά, παρατίθενται μερικές πληροφορίες σχετικά με τους ισχύοντες νόμους για την παροχή ασύλου στη Γερμανία και τις πρόσφατες τροποποίησεις τους (1993, 2015). Ακολουθούν αριθμητικά στοιχεία για τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος κατά το έτος 2015 και τον Ιανουάριο του 2016, όπως βρίσκονται σε επίσημες ιστοσελίδες της γερμανικής κυβέρνησης και κυρίως του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών (Bundesministerium des Innern). Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι κυρίαρχες απόψεις για την κατεύθυνση που πρέπει να λάβουν οι προσπάθειες λύσης του ζητήματος και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στο άμεσο μέλλον, όπως εκφράστηκαν σε συνεντεύξεις του Υπουργού Εξωτερικών Thomas de Maizière και της ίδιας της καγκελαρίου. Για την καλύτερη κατανόηση αυτών των απόψεων εκτίθενται οι θέσεις που έλαβαν δημόσια ως κριτική στην ακολουθούμενη πολιτική ορισμένοι πολιτικοί της CDU και SPD και στοιχεία σχετικά με τις θέσεις του ακροδεξιού κόμματος AFD και του κόμματος της Αριστεράς (Die Linke) για το μεταναστευτικό ζήτημα, καθώς και στοιχεία από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις σχετικά με τις εκλογές σε επίπεδο κρατιδίου. Σε ένα τελευταίο μέρος του κειμένου αναλύονται πρόσφατες δηλώσεις της καγκελαρίου A. Merkel και κυρίως ο λόγος της στο συνέδριο του κόμματος CDU στις 14 Δεκεμβρίου 2015 στην Καρλσρούη και ακολουθούν μερικά συμπερασματικά σχόλια. 
                Η αναφορά αυτή είναι σε ένα βαθμό προσανατολισμένη στον Έλληνα αναγνώστη. Προσπαθεί δηλαδή να παράσχει τα βασικά στοιχεία του ζητήματος με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να κατατοπιστεί επαρκώς, αλλά και να σχηματίσει μια εικόνα για το προσφυγικό ζήτημα στη Γερμανία, όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητη από απόψεις, πεποιθήσεις και παραστάσεις που έχει αποκτήσει για τη γερμανική πολιτική, λόγω της στάσης και του ρόλου της στο ζήτημα του ελληνικού χρέους.   

2. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

2.1 Γερμανικό δημογραφικό ζήτημα και μετανάστευση
                Όπως χαρακτηριστικά έχει διατυπωθεί από τον Υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας W. Schäuble “η δημογραφική αλλαγή είναι μια από τις μεγαλύτερές μας προκλήσεις”.  Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, 27% του πληθυσμού της Γερμανίας είναι άνω των 60 ετών, ενώ μέχρι το 2050 αναμένεται το ποσοστό αυτό να φτάσει το 39%. Το ποσοστό γεννήσεων ανά γυναίκα κάτοικο στη Γερμανία είναι από τα χαμηλότερα ευρωπαικά (1,4 τέκνα).
                Απέναντι στο πιεστικό αυτό δημογραφικό πρόβλημα έχει αρχίσει να γίνεται κοινή πεποίθηση, ακόμη και ανάμεσα σε συντηρητικούς κύκλους και πολιτικούς, ότι τα μεταναστευτικά ρεύματα μπορούν να λειτουργήσουν θετικά. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο αριθμός προσφύγων που αναμένεται να παραμείνουν οριστικά στη Γερμανία υπολογίζεται σε 200.000 ανά έτος, ενώ για την επίλυση του προβλήματος θα απαιτούνταν περίπου 350.000 μετανάστες ανά έτος. Ακόμα και δεδομένων των μεγάλων προσφυγικών ροών και της αυξανόμενης μετανάστευσης, στη Γερμανία θα συνεχίσει να υπάρχει έλλειψη σε εργατικά χέρια της τάξης του 1,8 εκατομμυρίου μέχρι το 2020 και 3,9 εκατομμυρίων μέχρι το 2040.
                Συμπληρωματικά, με την απόσυρση της γενιάς του baby boom αναμένεται τεράστια έλλειψη σε ειδικευμένη εργασία μη πανεπιστημιακού επιπέδου, όπως για παράδειγμα σε τεχνικά επαγγέλματα. Με βάση το εκπαιδευτικό σύστημα της Γερμανίας τέτοιου είδους επαγγέλματα επανδρώνονται κυρίως μέσω του συστήματος Κατάρτισης για τον επαγγελματικό χώρο (Ausbildungssystem), σύμφωνα με το οποίο υπολογίζονται και δημιουργούνται θέσεις για τα επαγγέλματα στα οποία θα υπάρξει ζήτηση στο άμεσο μέλλον. Σε ορισμένα κρατίδια υπάρχει αδυναμία να καλυφθεί έως και 50% των θέσεων που προβλέπονται, το γεγονός όμως αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί πανάκεια για το ζήτημα της απασχόλησης των μεταναστών, αφού η συμμετοχή σε ένα τέτοιο πρόγραμμα κατάρτισης αφορά άτομα ηλικίας έως 25 ετών, προυποθέτει καλή γνώση της γερμανικής γλώσσας και έναν σχετικό βαθμό ενσωμάτωσης στην γερμανική κοινωνία. Τον Ιανουάριο του 2016 αποφασίστηκε η κάλυψη 200.000 τέτοιων θέσεων από πρόσφυγες ηλικίας 18-25 ετών. 
                  
2.2 Ομοσπονδιακό κράτος και προσφυγικό ζήτημα
                Όπως είναι γνωστό, η Γερμανία διαθέτει μια τριμερή διοικητική και πολιτική δομή, λειτουργεί δηλαδή σε τρία επίπεδα: σε επίπεδο δήμου ή κοινότητας (Kommune/ Gemeinde), σε επίπεδο κρατιδίου (Land) και σε ομοσπονδιακό επίπεδο (Bund).
                Σε ό,τι αφορά το προσφυγικό ζήτημα, κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα καλείται να δράσει με διαφορετικό τρόπο για την αντιμετώπισή του. Η εξέταση των αιτήσεων ασύλου, η σε πρώτο στάδιο διαχείριση των ροών και ο καθορισμός της πολιτικής σχετικά με την προστασία των συνόρων βαρύνει το ομοσπονδιακό κράτος και γίνεται με ομοσπονδιακούς πόρους. Παραδειγματικά μπορούμε να αναφέρουμε εδώ ότι στο Ομοσπονδιακό Γραφείο για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες (Bundesamt für Migration und Flüchtlinge BAMF) έγιναν με πρωτοβουλία του CDU το τελευταίο διάστημα 4.000 νέες προσλήψεις με σκοπό την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη επεξεργασία των αιτήσεων ασύλου.
                Η παροχή πρώτων βοηθειών και η κάλυψη των βασικών αναγκών των προσφύγων (σίτιση, ρουχισμός και παροχή ενός χρηματικού ποσού για τα βασικά έξοδα, του λεγόμενου Taschengeld) βαρύνει το κρατίδιο και γίνεται σε κανονικές συνθήκες με πόρους του κρατιδίου, αλλά και με χρηματικές βοήθειες που παρέχονται λόγω της παρούσας προσφυγικής κρίσης στους δήμους από το ομοσπονδιακό κράτος. Σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του κράτους, για τους επόμενους πέντε μήνες θα διατίθεται στα κρατίδια το ποσό των 670 ευρώ ανά πρόσφυγα ανά μήνα για το διάστημα που μεσολαβεί από την καταγραφή του μέχρι την έκδοση της απόφασης για το αίτημα παροχής ασύλου. Άτομα που δεν πληρούν τα επίσημα κριτήρια, ώστε να θεωρηθεί ότι βρίσκονται σε καθεστώς προστασίας (Schutzstatus), αλλά έχουν καταγραφεί ως πρόσφυγες θα λαμβάνουν το άνωθεν ποσό για ένα μήνα. Συμπληρωματικά θα διατεθούν 500 εκατομμύρια ευρώ για την κατασκευή κατοικιών και χώρων στέγασης των προσφύγων και 350 εκατομμύρια για την προστασία ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων.
                Σε επίπεδο δήμου ή πόλης, πέρα από την επίσημη πρωτοβουλία δραστηριοποιούνται και ΜΚΟ και άλλες οργανώσεις που λειτουργούν δομές αλληλεγγύης. Η παρουσία και η δράση τους διαφέρει σημαντικά ανά κρατίδιο και πόλη και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από την νοοτροπία των κατοίκων. 
Platz
Bundesland

1
Nordrhein-Westfalen
21,24%
2
Bayern
15,33%
3
Baden-Württemberg
12,97%
4
Niedersachsen
9,36%
5
Hessen
7,32%
6
Sachsen
5,10%
7
Berlin
5,05%
8
Rheinland-Pfalz
4,83%
9
Schleswig-Holstein
3,39%
10
Brandenburg
3,08%
11
Sachsen-Anhalt
2,86%
12
Thüringen
2,75%
13
Hamburg
2,53%
14
Mecklenburg-Vorpommern
2,04%
15
Saarland
1,22%
16
Bremen
0,94%
                Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο σχετικά με την διαχείριση των προσφυγικών ροών είναι το γεγονός ότι το κράτος έχει καθορίσει ένα ποσοστό επί των εισερχόμενων προσφύγων που πρέπει να κατευθυνθεί σε κάθε κρατίδιο και να παραμείνει εκεί. Τα ποσοστά για κάθε κρατίδιο έχουν καθοριστεί από την λεγόμενη κατανομή του Königstein (Königsteiner Schlüssel), η οποία διαμορφώνεται ετησίως από το 1949 στην Κοινή Επιστημονική Διάσκεψη (Gemeinsame Wissenschaftskonferenz - GWK) και κύριο έργο της είναι ο καθορισμός του ποσοστού  συμμετοχής του κάθε κρατιδίου στα έσοδα του ομοσπονδιακού προυπολογισμού. Στον παραπάνω πίνακα αναφέρονται τα ποσοστά προσφύγων ανά κρατίδιο που αποφασίστηκαν για το 2015.

3. ΙΣΧΥΟΝΤΕΣ ΝΟΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΥΛΟ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 2015/2016. 
3.1. Ισχύοντες Νόμοι και Ρυθμίσεις για το Άσυλο.
                Το δικαίωμα πολιτικού ασύλου κατοχυρώνεται από το γερμανικό σύνταγμα ως βασικό δικαίωμα. Πέρα από τις κατηγορίες που εμπίπτουν στον ορισμό που δίνεται από το σύνταγμα, δικαίωμα ασύλου ως πρόσφυγας διαθέτει και όποιος πληροί τα κριτήρια που ορίζονται από την Σύνοδο της Γενεύης του 1951. Το δικαίωμα αυτό κατοχυρωνόταν “χωρίς περιορισμό” εως το 1993. Βασικοί περιορισμοί του δικαιώματος νομοθετήθηκαν μετά την επανένωση το 1993 για τον περιορισμό της μετανάστευσης των λεγόμενων Gastarbeiter που είχε αρχίσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 να υπερβαίνει τα επιδιωκόμενα επίπεδα και το 2015 (Αύγουστος-Σεπτέμβριος) για την αντιμετώπιση του διαρκώς αυξανόμενου αριθμού αιτήσεων ασύλου λόγω της προσφυγικής κρίσης.   

                Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο κύριοι τύποι :
α) Αιτούντες Άσυλο (Asylbewerber/Asylsuchenden) ή Δικαιούχοι Ασύλου (Asylberechtigter), για άτομα που εμπίπτουν στις παραπάνω διατάξεις.
β) Δικαιούχοι Επικουρικής Προστασίας (Subsidiär Schutzberechtigter), για άτομα που δεν εμπίπτουν στις παραπάνω διατάξεις, αλλά διατρέχουν κίνδυνο θανάτου, εάν επιστρέψουν στη χώρα προέλευσης.
                Η διάκριση αυτή είναι αρκετά σημαντική, αν ληφθεί υπόψη ότι σύμφωνα με τις περιοριστικές ρυθμίσεις του 2015 διευρύνθηκαν οι χώρες που κατηγοριοποιούνται ως ασφαλείς χώρες προέλευσης (sichere Herrkunftstaaten), οι κάτοικοι των οποίων δεν δικαιούνται άσυλο. Μια πάρα πολύ σημαντική πληροφορία αποτελεί το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους περιορισμούς του 1993, άτομα που ταξιδεύουν και φτάνουν στη Γερμανία μέσω τρίτης ασφαλούς χώρας (sicheres Drittstaat) δεν δικαιούνται άσυλο στη Γερμανία. Δεδομένου λοιπόν ότι όλες οι χώρες της Ευρωπαικής Ένωσης ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία, η λύση που δίνεται αυτή τη στιγμή μέσω των αιτήσεων ασύλου  που κατατίθενται από πρόσφυγες που έχουν φτάσει από την Ιταλία και την Ελλάδα κατευθείαν στη Γερμανία είναι ουσιαστικά παράτυπη. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η γερμανική κυβέρνηση πιέζει προς την κατεύθυνση του καθορισμού ενός ευρωπαικού ποσοστού προσφύγων που θα εισέρχονται εν γένει στην Ε.Ε. και επι μέρους ποσοστών που θα αναλαμβάνουν να δεχτούν βάσει συμφωνίας οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. ή ένα μέρος αυτών. Για την υλοποίηση αυτών των μέτρων είναι επίσης προυπόθεση και η λειτουργία δομών καταγραφής και ταυτοποίησης των προσφύγων στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Τουρκία.  

3.2. Επίσημα στοιχεία 2015-2016.
               
               
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Ομοσπονδιακού Γραφείου για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες (BAMF) του Υπουργείου Εσωτερικών της Γερμανίας, τον Ιανουάριο του 2016 κατατέθηκαν 52.103 αιτήσεις ασύλου, δηλαδή παρουσιάστηκε αύξηση 108% σε σχέση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου χρόνου. Εξ αυτών απόφαση εκδόθηκε για 49.384 περιπτώσεις εκ των οποίων άσυλο σύμφωνα με τη συνθήκη της Γενεύης παρασχέθηκε σε 31.160 πρόσφυγες. Αυτό σημαίνει ότι από το συνολικό ποσοστό των αποφάσεων, 63,1% ήταν θετικές. Σύμφωνα με επιμέρους ρυθμίσεις κρίθηκε ότι χρήζουν επικουρικής προστασίας ή απαγορεύεται η απέλαση άλλων 463 ατόμων. Στο σύστημα καταγραφής και καταμερισμού προσφύγων ανά κρατίδιο (EASY-System) καταγράφηκαν -μόνο τον Ιανουάριο του 2016- 91.700 άτομα, πράγμα που σημαίνει αύξηση 7,9% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2015, παρά τις δύσκολες καιρικές συνθήκες και τις προσπάθειες περιορισμού των ροών που καταβάλλονται[2]. Κύριες χώρες προέλευσης των ατόμων ήταν η Συρία (27.306), το Ιράκ (6.636) και το Αφγανιστάν (4.949). Αυξήσεις που κυμαίνονται ανάμεσα στο 100 και το 130% σε σχέση με πέρσι δεν έχουν σταματήσει να παρατηρούνται και να συσχετίζονται συχνά από πολιτικούς με την απόφαση ανοίγματος των συνόρων που έλαβε η γερμανική κυβέρνηση στις 4 Σεπτεμβρίου 2015. Στον πίνακα παρουσιάζονται στοιχεια του γερμανικού Υπ.Εξ. για τους τελευταίους δύο μήνες του 2015, σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2016

4. Η ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ CDU-CSU-SPD ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ.
                Το τμήμα της αναφοράς που ακολουθεί περιγράφει συνοπτικά τις θέσεις των μεγαλύτερων πολιτικών κομμάτων για το μεταναστευτικό ζήτημα, με άξονα την πολιτική ανοιχτών συνόρων της    A. Merkel.
                Για την κατανόηση των παρακάτω στοιχείων βοηθά να λάβουμε υπόψη τα αποτελέσματα των πρόσφατων δημοσκοπήσεων σχετικά με τις εκλογές σε επίπεδο κρατιδίου που θα λάβουν χώρα τον Μάρτιο, όπως φαίνονται στον πίνακα. Σύμφωνα με αυτά τα αποτελέσματα, το κόμμα AFD σημείωσε άνοδο και καταγράφηκε ως τρίτο κόμμα, ενώ το SPD αποδυναμώθηκε αρκετά. Στην παρούσα κατάσταση, το SPD δεν μπορεί να ελπίζει σε πολιτική επιβίωση εκτός κυβερνητικού συνασπισμού. Πτώση 1% σημείωσε και το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke).

4.1 Το λεγόμενο σχέδιο Α2 και η απόρριψη του ανώτατου ορίου προσφύγων (Obergrenze).
ΚΟΜΜΑ
ΠΟΣΟΣΤΟ
CDU-CSU
36%
SPD
24%
AFD
10%
GRÜNEN
10%
DIE LINKE
9%
                Το άνοιγμα των συνόρων που αποφάσισαν η Γερμανία και η Αυστρία στις 4.09.2015 είναι ταυτόχρονα ένα τετελεσμένο ιστορικό γεγονός, αλλά και ένα διακύβευμα, και αυτό γιατί παρά την τεράστια συμβολική σημασία του ως πολιτικής κίνησης, δεν είναι σαφές, ούτε ποιες είναι οι συνέπειές του, ούτε σε ποιο βαθμό θα εφαρμοστεί πλήρως και θα αποτελέσει πέρα από μια έκφραση προθέσεων και μια πραγματικότητα. Δεν θα ήταν ίσως υπερβολικό να πει κανείς ότι αυτή τη στιγμή συμβαίνει στη Γερμανία μια πραγματική πολιτική μάχη για τη διαχείριση της σημασίας και των συνεπειών αυτής της απόφασης, τόσο εντός του κόμματος CDU, όσο και από τα άλλα πολιτικά κόμματα.
                Παρά το γεγονός ότι το άνοιγμα των συνόρων αντανακλούσε τόσο αντικειμενικές ανάγκες της Γερμανίας για νέο πληθυσμό, όσο και τις προθέσεις της A. Merkel και μιας μεγάλης μερίδας του κυβερνώντος κόμματος να ακολουθηθεί μια ανθρωπιστική πολιτική στην προσφυγική κρίση, τα διαρκώς αυξανόμενα προσφυγικά ρεύματα που ακολούθησαν αυτήν την απόφαση έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πρόσληψή της. Ασκήθηκε άμεσα και σχεδόν από κάθε κατεύθυνση κριτική σε αυτήν την κίνηση και ο πανικός που διέκρινε το δημόσιο λόγο κλόνισε για πρώτη φορά σε δέκα χρόνια την ισχύ της Καγκελαρίου και συνέβαλλε στη γενίκευση μιας αίσθησης απώλειας του ελέγχου εκ μέρους της κυβέρνησης. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά στη Süddeutsche Zeitung o πρωθυπουργός του κρατιδίου Σαξωνίας-Άνχαλτ Reiner Haseloff “έχουμε αυτή τη στιγμή μια απώλεια ελέγχου που δεν πρέπει να συνεχίσει να γίνεται αποδεκτή”. Λόγω των τεράστιων συνεπειών των διαφορετικών θέσεων σε αυτό το ζήτημα για τον γενικότερο πολιτικό συσχετισμό, αναφέρονται παρακάτω οι βασικές απόψεις που εκφράστηκαν και ο τρόπος οργάνωσής τους σε ομάδες.


4.1.1. Εντός CDU: Σχέδιο Α2.  
    Η πολιτική της Α. Merkel (άνοιγμα των συνόρων, επίτευξη ευρωπαϊκής λύσης του ζητήματος, καταπολέμηση των αιτιών των προσφυγικών ροών στις χώρες προέλευσης) αποτελεί ένα σχέδιο Α, το οποίο αποδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό θνησιγενές. Στο δημόσιο λόγο στη Γερμανία γίνεται εδώ και λίγες εβδομάδες λόγος για την κατάρτιση και την ακολούθηση, όχι ενός σχεδίου Β, αλλά ενός σχεδίου Α2, ως απάντησης στην κριτική που επήλθε από το άνοιγμα των συνόρων και ως διαχείρισης και περιορισμού των ροών που αυτό προκάλεσε.
               
                Το σχέδιο αυτό εγγράφεται εντός της αρχικής πολιτικής της A. Merkel, στον βαθμό που διατηρεί δύο συμβολικά και πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά του:



1.    Την απόρριψη θέσπισης ανώτατου ορίου προσφύγων που θα δεχτεί η Γερμανία (Ablehnung der Obergrenze)
2.    Την επιδίωξη θέσπισης ευρωπαικού ποσοστού προσφύγων σε συνεργασία με ένα μίνιμουμ άλλων ευρωπαικών χωρών που θα συμφωνήσουν σε αυτό (Europäische Fluchtlingskontingente).
               
Το σχέδιο αυτό επιφέρει διαφοροποιήσεις στην πράξη, γιατί συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων:

1. Την μείωση των παροχών στους πρόσφυγες και ειδικότερα τη μείωση των παροχών χρηματικών ποσών που λαμβάνουν.
2.    Τον δραστικό περιορισμό της ισχύος νόμων που ευνοούν την οικογενειακή επανένωση κ.λπ.
3.   Την προσπάθεια περιορισμού των εισερχόμενων προσφυγικών ροών με νόμους που θα αποτρέπουν τους πρόσφυγες, όπως η απαγόρευση της μπούρκας.
4.   Τον περιορισμό του αριθμού των προσφύγων που θα παραμείνουν οριστικά στη Γερμανία, μέσω της σύνδεσης της παροχής μόνιμης άδειας παραμονής με την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας και άλλα μέτρα αφομοίωσης, τη λεγόμενη και υποχρέωση ενσωμάτωσης (Integrationspflicht).
5.  Την έμφαση στην έντονη συνεργασία με την Τουρκία, παρά τις πολιτικές διαφωνίες με την τουρκική κυβέρνηση. Η συνεργασία αυτή θα αποσκοπεί στη δραστική μείωση των ροών προς την Ευρώπη, ώστε να καταστούν οι αριθμοί διαχειρίσιμοι.
6. Την προσπάθεια επιστροφής προσφύγων σε (φαινομενικά) ασφαλείς περιοχές του Αφγανιστάν και του Ιράκ. 

                Η ιδέα για ένα σχέδιο Α2 αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τη συνισταμένη φωνών διάφορων πολιτικών που, παρά την ισχυρή κριτική που ασκούν στην Καγκελάριο, δεν είναι διατεθειμένοι να διαφοροποιηθούν από αυτή, συνεχίζουν να στηρίζουν τη γραμμή της και αποσκοπούν στο να επιφέρουν στην πράξη τροποποιήσεις στο σχέδιό της, χωρίς να δοθεί επικοινωνιακά ή πολιτικά η εντύπωση ότι αυτό απέτυχε και υπήρξε η ανάγκη αλλαγής πολιτικής. Σημαντικοί εκφραστές αυτού του σχεδίου είναι η αντιπρόεδρος του CDU, Julia Klöckner, και σε ένα βαθμό ο Υπουργός Εσωτερικών Thomas de Maizière. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε εδώ ότι και οι δύο αυτοί πολιτικοί βρίσκονται ανάμεσα στα ονόματα που ακούγονται στο θέμα της διαδοχής της A. Merkel στην θέση της προέδρου του κόμματος. Ειδικότερα, η Julia Klöckner, αν επιτύχει να γίνει πρωθυπουργός της Ρηνανίας-Πφαλτς στις εκλογές κρατιδίων τον ερχόμενο Μάρτιο, θα αποτελεί φαβορί για την αρχηγία του CDU, καθώς μπορεί να εναρμονίσει το συνδεδεμένο με την A. Merkel μοντέρνο προφίλ και την πολιτική της “αυστηρής μητέρας”, με ένα συντηρητικότερο πνεύμα που μοιάζει να νοσταλγούν πολλοί υποστηρικτές του κόμματος. 

4.1.2 Εκτός CDU.
4.1.2.1 CSU, JU, AFD.
                                Mια πιο σκληρή γραμμή στο συγκεκριμένο θέμα επιθυμεί το CSU και μεμονωμένες φωνές, όπως o πρωθυπουργός του κρατιδίου της Βαυαρίας, αλλά και η JU, η ενιαία νεολαία των κομμάτων CDU-CSU (Junge Union Deutschlands) και φυσικά το ακροδεξιό κόμμα Alternative für Deutschland (AFD).
                Η CSU έχει ζητήσει επανειλλημμένα τη θέσπιση ανώτατου ορίου προσφύγων και σκληρότερων νόμων ενσωμάτωσης, ενώ πρόσφατα βουλευτής της ανέφερε το κλείσιμο των γερμανικών συνόρων ως μοναδική προϋπόθεση εξεύρεσης ευρωπαϊκής λύσης. Η ρητορική του ΑFD χαρακτηρίζεται κυρίως από την υπογράμμιση της διάταξης σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να κατατεθεί αίτηση ασύλου από άτομο που έφτασε στη Γερμανία μέσω τρίτης ασφαλούς χώρας και την εμμονή στην υιοθέτηση ακραίων πολιτικών προστασίας των συνόρων. Σε ό,τι αφορά την μετανάστευση, το AFD έχει καταθέσει προτάσεις υπέρ μιας επιλεκτικής μεταναστευτικής πολιτικής (Qualifizierte Zuwanderung), σύμφωνα με την οποία η Γερμανία θα πρέπει να δέχεται μετανάστες για την κάλυψη ελλείψεων σε συγκεκριμένα επαγγέλματα στα οποία υπάρχει ζήτηση, και μόνο εφόσον αυτοί είναι ήδη ειδικευμένοι σε αυτά.  Παρά την αυξανόμενη δημοτικότητά του, λόγω των θέσεων του στο ζήτημα της προσφυγικής κρίσης, το AFD δεν έχει καταθέσει κάποιο συνολικό ή σαφές σχέδιο για την αντιμετώπιση των ροών, ούτε έχει αναφερθεί ρητά στο δημόσιο λόγο στις ανθρωπιστικές συνέπειες των προτάσεων του.  



4.1.2.2 SPD.
                To κόμμα των σοσιαλδημοκρατών δια στόματος του Sigmar Gabriel έχει ασκήσει σε μεγάλο βαθμό κριτική στη γραμμή της A. Merkel, και έχει πιέσει προς την κατεύθυνση της μείωσης των ροών και της απόρριψης αιτήσεων ασύλου από άλλες χώρες εκτός της Συρίας, του Ιράκ και του Αφγανιστάν, στηρίζοντας πάντως την ιδέα ότι η θέσπιση ανώτατου ορίου προσφύγων είναι αντίθετη προς το πνεύμα του διακαιώματος για Άσυλο. Παρά τη σκληρή του θέση, το SPD έπαιξε σημαντικό και θετικό ρόλο στην προώθηση του δεύτερου πακέτου οικονομικής στήριξης για το άσυλο (Αsylpacket II). Η “δεξιά” αυτή στροφή του Sigmar Gabriel έχει απογοητεύσει τους πιο προοδευτικούς ψηφοφόρους του κόμματος, κάτι που πιθανόν να αντακλαστεί στα αποτελέσματα των εκλογών στα κρατίδια. Μια προσπάθεια επιστροφής προς το κέντρο θα σήμαινε πάντως για το SPD υπαναχώρηση στη γραμμή Merkel και θα είχε ως αποτέλεσμα μεγάλη απώλεια κύρους για τον Gabriel, η οποία θα μπορούσε να του κοστίσει ακόμα και την αρχηγία. Από την άλλη, μια στην πράξη υιοθέτηση της κριτικής του από την CDU θα σηματοδοτούσε ήττα της Καγκελαρίου και θα υπέσκαπτε ακόμα περισσότερο τα θεμέλια της ηγεμονίας της. Για το λόγο αυτό το προσφυγικό ζήτημα έχει περιγραφεί στο τύπο ως ένα ερώτημα για το “ποιος θα φάει ποιον, αυτός αυτήν ή αυτή αυτόν” στον κυβερνητικό συνασπισμό.
                Μια πιο λεπτομερής εξέταση των διαφορών CDU και SPD στην μεταναστευτική πολιτική δεν είναι εφικτή στα όρια αυτής της αναφοράς, είναι όμως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η γραμμή Merkel εμφανίσθηκε ως η πιο προοδευτική πρόταση ανάμεσα σε όλα τα κόμματα εκτός του κόμματος της Αριστεράς. Σημαντική πληροφορία αποτελεί επίσης ότι σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Tagesspiegel ο πρώην Καγκελάριος Gerhard Schröder (SPD) εμφανίσθηκε θετικός ως προς τη δυνατότητα της Γερμανίας να “ανταπεξέλθει φέτος ακόμα και με ένα εκατομμύριο πρόσφυγες”, ενώ τόνισε ότι “οι πρόσφυγες είναι τεράστια ευκαιρία για τη Γερμανία”. Σημείωσε όμως: “εγώ δεν θα είχα πει “θα τα καταφέρουμε”, αλλά ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε, αν είμαστε έτοιμοι να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις” αναφερόμενος στην εμβληματική φράση της A. Merkel Wir schaffen das!” (Θα τα καταφέρουμε!). 


5. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ A. MERKEL ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ.

5.1. Wir schaffen das.
                Wir schaffen das!”, είπε η A. Merkel στις 31.08.2015 στην περίφημη συνέντευξη τύπου του Καλοκαιριού (Sommerpressekonferenz), έξι μέρες πριν την απόφαση για άνοιγμα των γερμανικών συνόρων. Τρεις μέρες αργότερα και αφού η Ουγγρική κυβέρνηση έχει σταματήσει τα τραίνα που μετέφεραν πρόσφυγες από τη Συρία και το Ιράκ μέσω της Ουγγαρίας και της Αυστρίας προς τη Γερμανία στον κεντρικό σταθμό της Βουδαπέστης, χιλιάδες άνθρωποι ξεκινούν με τα πόδια να διασχίσουν μια απόσταση 700km, μέσα από αυτοκινητόδρομους, γραμμές τραίνων, δάση και λιβάδια, αποφασισμένοι να φτάσουν στον προορισμό τους. Όταν οι κάμερες τους πλησιάζουν, φωνάζουν “Deutschland, Deutschland, Merkel, Merkel”.
                Πέντε ακριβώς μήνες αργότερα και παρά τη σκληρότατη κριτική που δέχθηκε για τις πολιτικές επιλογές της, αλλά και ειδικά για τη φράση αυτή, στο πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά της, η Καγκελάριος επιμένει: “Ισχύει. Είναι μια εποχή ιδιαίτερων προκλήσεων, αυτή στην οποία ζούμε. Αλλά ισχύει επίσης και αυτό: Θα τα καταφέρουμε. Γιατί η Γερμανία είναι μια δυνατή χώρα.” (“Es stimmt. Es ist eine besonders herausfordende Zeit, in der wir leben. Aber es stimt auch: Wir schaffen das. Denn Deutschland ist ein starkes Land.”). Η προέλευση της έκφρασης αυτής είναι  από κάθε άποψη ιδιαίτερα σημαίνουσα. Στο δημόσιο και πολιτικό λόγο, το αγγλικό αντίστοιχό της “Yes, we can” συνδέθηκε με την προεδρική καμπάνια του B. Obama του 2008 και μετέπειτα ενέπνευσε στα ισπανικά το όνομα του κόμματος Podemos. Ετυμολογικά, “schaffen[3] στη γερμανική γλώσσα σημαίνει “καταφέρνω”, “λύνω ένα πρόβλημα”, αλλά και ταυτόχρονα “εργάζομαι” και “δημιουργώ”. Η Α. Merkel χρησιμοποιεί και ξαναχρησιμοποιεί αυτή την έκφραση. Με το λόγο της στην Καρλσρούη απαντά στην κριτική που δέχθηκε, κάνοντας παράλληλα και μια επίκληση στη δημιουργική δύναμη ως ταυτότητα για τη Γερμανία: “Θα τα καταφέρουμε, […] γιατί ανήκει στην ταυτότητα της χώρας μας, να καταφέρνουμε/δημιουργούμε κάτι μεγάλο” (“Wir schaffen das […] weil zur Identität unseres Landes gehört es, Großes zu leisten”).
                Με τα λόγια αυτά η Καγκελάριος προσπαθεί όχι μόνο να πείσει για την ορθότητα της πολιτικής που επέλεξε, αλλά και να καθησυχάσει τον ολοένα και αυξανόμενο φόβο ότι το έργο της ενσωμάτωσης των προσφυγικών ροών με ανοιχτά σύνορα που αγγίζουν τα 3000 άτομα την ημέρα είναι αδύνατο. Σε μια χώρα όπως η Γερμανία, που παρά τη δυναμική οικονομία της και την ανθούσα αγορά εργασίας, το χάσμα ανατολής-δύσης δεν έχει ακόμα γεφυρωθεί και η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση δεν έχει πάψει να σκιάζει το μέλλον με το φόβο της ανεργίας και της ύφεσης, οι θέσεις για μια άνετη ζωή και ένα ευοίωνο μέλλον μοιάζουν να είναι περιορισμένες. Οι μαζική είσοδος των προσφύγων εγείρει άμεσα το ερώτημα: “Θα μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε;”. Όταν όμως ο δημόσιος λόγος καθορίζεται εδώ και δεκαετίες από τη ρητορική της λιτότητας και της συντήρησης, το κόστος της ανθρωπιστικής βοήθειας και της ενσωμάτωσης των προσφύγων εγείρει ταυτόχρονα και μερικά άλλα ερωτήματα: “Θα θυσιάσουμε ένα κομμάτι από τον πλούτο της χώρας; Θα χρειαστεί να γίνουμε φτωχότεροι; Θα χρειαστεί να χάσουμε από το επίπεδο ζωής μας; Θα χρειαστεί να μοιραστούμε με έναν ανεξέλεγκτα αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων την ευημερία μας;”.  Κι ακόμη: μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στη Γαλλία, αλλά και τις επιθέσεις της Κολωνίας, ο φόβος της απώλειας της ταυτότητας μοιάζει μεγαλύτερος από ποτέ. “Θα τα καταφέρουμε να τους ενσωματώσουμε; Θα τα καταφέρουμε να συμβιώσουμε; Θα τα καταφέρουμε να παραμείνουμε οι ίδιοι;” Εμμένοντας στην έκφραση “wir schaffen das” η A. Merkel προσπαθεί να πείσει και για κάτι περισσότερο: Η Γερμανία πρέπει να πάρει την πρόκληση, να επενδύσει σε ανθρώπους προσδοκώντας ανάπτυξη, να δημιουργήσει περισσότερη ευημερία δείχνοντας αλληλεγγύη, να φτιάξει περισσότερο μέλλον για περισσότερους και έτσι να βγει πιο δυνατή και από αυτήν την κρίση, όπως αναφέρει η ίδια στο λόγο της στην Καρλσρούη. Είναι μια ρητορική που εμπνέει, δεν είναι όμως μια ρητορική στην οποία έχει συνηθίσει τους ακροατές της.
                Όπως έχουμε σημειώσει παραπάνω, η προσφυγική πολιτική της A. Merkel μπορεί να χαρακτηριστεί η πιο ανθρωπιστική και προοδευτική γραμμή που εκφράστηκε στη Γερμανία, με την εξαίρεση των προτάσεων του κόμματος της Αριστεράς (Die Linke), και μία από τις θετικότερες προσεγγίσεις στο ζήτημα ευρωπαϊκά. Αν δεχτούμε ότι μια μάχη αρχών είναι για έναν πολιτικό μια μάχη που είναι διατεθειμένος να χάσει, τότε στο συγκεκριμένο ζήτημα η A. Merkel εγκατέλειψε τη συνηθισμένη της “ρεαλιστική” πολιτική χωρίς στίγμα και την νεοφιλελεύθερη ρητορική της διαχείρισης της “πραγματικότητας” των αριθμών, για να δώσει για πρώτη φορά έναν αγώνα με μια ρητή ηθική και ιδεολογική διάσταση. Παρότι η ακολούθηση αυτή της γραμμής εξέθεσε την Καγκελάριο σε βολές και έθεσε τη θέση της στην αρχηγία του κόμματος σε κίνδυνο, η A. Merkel επέμεινε σε αυτή και δεν δίστασε να την υπερασπιστεί δημοσίως και επανειλλημμένως σε πληθώρα περιστάσεων. Παρακάτω βρίσκονται μερικά στοιχεία που βοηθούν στην κατανόηση αυτής της ιδεολογικής επιλογής της.


5.2 Η μεταπολεμική Χριστιανοδημοκρατία και η άρνηση θέσπισης ανώτατου ορίου (Obergrenze).
                Η πολιτική της A. Merkel στο προσφυγικό ζήτημα προφανώς δεν αφορά στην ουσία σε ένα άνευ όρων άνοιγμα των συνόρων· αποτελεί περισσότερο μια συμβολική κίνηση έκφρασης ενός στοιχειώδους ανθρωπισμού, ακολουθούμενη από μια σειρά μέτρων και περιορισμών, με σκοπό να θέσει την κατάσταση υπό έλεγχο και να περιορίσει τις συνέπειες της κίνησης αυτής στα όρια του διαχειρίσιμου. Τμήμα αυτής της πολιτικής διαχείρισης των ροών αποτελούν και αποφάσεις που μπορούν να γίνουν αντικείμενο σκληρής κριτικής: συνεργασία με το τουρκικό κράτος και παροχή μεγάλων ποσών οικονομικής βοήθειας παρά την αντιδημοκρατική πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης, κατάταξη χωρών που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση (όπως η Λιβύη) στις ασφαλείς χώρες προέλευσης, απέλαση ατόμων που δε δικαιούνται ασύλου ακόμα και μετά από χρόνια παραμονής στη Γερμανία, κατάργηση της ρήτρας οικογενειακής επανένωσης, δημιουργία συνθηκών υποχρεωτικής ενσωμάτωσης κ.λπ. 
                Παρόλα αυτά, η πολιτική του CDU υπό την A.Merkel συνοψίζεται σε μία κόκκινη γραμμή: Απόρριψη της θέσπισης ανώτατου ορίου προσφύγων και αντικατάσταση αυτής με ένα ευρωπαϊκό ποσοστό προσφύγων που θα γίνονται δεκτοί από κάθε χώρα. Για ποιο λόγο επιμένει τόσο το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα σε αυτό το σημείο; Σύμφωνα με την A. Merkel, η αποδοχή του ανώτατου ορίου θα σήμαινε μια ποσοτική αντιμετώπιση των ανθρώπων που ζητούν καταφύγιο στην Ευρώπη. Όσο υψηλό και αν ήταν το όριο, θα προϋπέθετε την απόρριψη κάποιου μέρους των προσφύγων, απόρριψη που θα συνέβαινε αναγκαστικά και χωρίς κριτήριο, παρά το γεγονός ότι όσοι πλεόναζαν θα αποτελούσαν εξίσου ανθρώπινες ζωές. Η αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών ως μαζών ανθρώπων αντιφάσκει ως προς τη χριστιανική ιδέα στην οποία θεμελιώνεται το κόμμα CDU. Όπως αναφέρει η ίδια η A. Merkel στο λόγο της στην Καρλσρούη “Δεν έρχονται σε εμάς μάζες ανθρώπων, αλλά άτομα/μεμονωμένοι άνθρωποι” (Es kommen keine Menschenmassen, sondern es kommen einzelne Menschen zu uns).
              
  Η έννοια του “ατόμου” ή του “μεμονωμένου ανθρώπου” (einzelner Mensch) είναι πολύ σημαντική για την προτεσταντική χριστιανική παράδοση και την πολιτική που ασκεί το CDU εντός αυτής. Η Καγκελάριος, χρησιμοποιώντας ένα λόγο πρωτόγνωρα συναισθηματικά φορτισμένο, εγκάλεσε στην ομιλία της το κομματικό κοινό της στην θεμελιωτική ιδέα του κόμματος. “Το CDU είναι ένα κόμμα θεμελιωμένο στην από το θεό δοσμένη αξιοπρέπεια κάθε ατόμου” (“Die DCU ist eine Partei in der von Gott gegebenen Würde jedes einzelnen Menschen […] gegründet”), ανέφερε χαρακτηριστικά. Αυτό που βρίσκεται “πίσω από την αμφιβολία, για το αν θα τα καταφέρουμε” δεν είναι μόνο τεχνοκρατικός, διοικητικός ή νομικός σκεπτικισμός, αλλά και έλλειψη πίστης στην ιδέα της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, επισήμανε. Στην προσωπική ιστοσελίδα της διαβάζουμε και κάτι ακόμη: “Μας καθοδηγεί στην πολιτική μια χριστιανικά προσανατολισμένη εικόνα του Ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε ένας μετράει και ότι φέρουμε όλοι από κοινού ευθύνη για ένα ανθρώπινο συμβιώνειν” (“Uns leitet in der Politik ein christlich geprägtes Bild vom Menschen. Dazu gehört, dass jeder Einzelne zählt und wir gemeinsam Verantwortung für ein menschliches Miteinander tragen”).
                Η έμφαση αυτή στην έννοια του ανθρώπου δεν αποτελεί όμως για τη Γερμανία μόνο απότοκο της χριστιανικής προστεσταντικής της παράδοσης. Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του Συντάγματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας “Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου είναι απαραβίαστη. Ο σεβασμός και η προστασία της είναι καθήκον κάθε κρατικής εξουσίας” (Die Würde des Menschen ist unantastbar. Sie zu achten und zu schützen ist Verpflichtung aller staatlichen Gewalt. Artikel 1 des Grundgesetzes). Η εμβληματική αυτή διατύπωση του 1949 είναι κρίσιμη για τη διαχείριση της συλλογικής μνήμης στη Γερμανία και για την επαναδιαπραγμάτευση της ιστορίας της, του ναζιστικού της παρελθόντος και του Ολοκαυτώματος, μέσω της θεμελίωσης ενός κράτους δικαίου πάνω σε μια έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας χωρίς περιορισμό. Η Καγκελάριος επικαλείται στην Καρλσρούη το πρώτο άρθρο του γερμανικού Συντάγματος λέγοντας ότι η Γερμανία δίνει πάντοτε τη μάχη “μετά το Ολοκαύτωμα και τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, να δει με τα μάτια του Άλλου” (“nach dem Holocaust und den II. Weltkrieg mit den Augen des Anderen zu sehen”). Η παράσταση μιας εξουσίας (παραπέμπουσας τόσο στη ναζιστική, όσο και σε αυτή του καθεστώτος της ΛΔΓ) ανάλγητης απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, που αντιμετωπίζει τα άτομα ως αριθμούς ή μάζες και αποφασίζει για το δικαίωμά τους στη ζωή με κριτήριο ξένο προς την ατομική τους αξιοπρέπεια είναι ακόμα ισχυρή και καθορίζει τον δημόσιο λόγο στη Γερμανία. Η προσπάθεια υπέρβασης αυτής της παράστασης της εξουσίας μέσω της δημιουργίας ενός άλλου είδους κράτους προσλαμβάνεται ως ένα διαρκές στοίχημα και ένα κοπιαστικό έργο για τη χώρα[4].
                Με αυτές τις δύο συνισταμένες (προτεσταντικός χριστιανικός ανθρωπισμός, μεταπολεμική και μετασοβιετική έννοια της δημοκρατίας) διαμορφώνεται στο προσφυγικό ζήτημα η πολιτική γραμμή της  Α. Merkel και της μερίδας του CDU που την υποστηρίζει ακόμη, απέναντι σε κάθε είδους αντίθετες φωνές. Το ιδεολογικό υπόβαθρο αυτής διαμάχης έχει βρει έκφραση στο ύστατο και αποψιλωμένο σχεδόν από πρακτικές συνέπειες ερώτημα για τη θέσπιση του ανώτατου ορίου προσφύγων, ενώ η τελική έκβαση δεν έχει ακόμα κριθεί. Μένει ακόμα να δούμε, εαν η κυβερνητική πολιτική θα υπαναχωρήσει σε ένα κατ’ουσίαν κλείσιμο των γερμανικών συνόρων  καθιστώντας τη γραμμή Merkel ανεφάρμοστη ή αν θα επιτευχθεί μια σταδιακή λύση, με βασικούς άξονες τη θέσπιση του ευρωπαΐκού ποσοστού και της οικονομικής ανάπτυξης μέσω της ενσωμάτωσης. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα σφραγίσει την πολιτική πορεία της A. Merkel, αλλά και την ιδέα ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού ανθρωπιστικού ιδεώδους, με μια ιστορική νίκη ή ήττα.

Βερολίνο, 12.02.2016.

ΠΗΓΕΣ

26. https://www.youtube.com/watch?v=5eXc5Sc_rnY (Sommerpressekonferenz)  
28. https://www.youtube.com/watch?v=W9pisj2bkU8 (Neujahrsansprache 2015 für 2016)


[1]Οι μεταφράσεις λέξεων ή αποσπασμάτων από τα γερμανικά είναι δικές μου. Οι μεταφράσεις των νομικών ορών δεν φέρουν καμία αξίωση εγγυρότητας.

Για τη βοήθεια στην ολοκλήρωση αυτού του κειμένου ευχαριστώ ιδιαίτερα τους: Gina Marich, Rosalie Bourgeois de Boynes, Jacques Rott και Philipp Steinkamp.
[2]Το σύστημα αυτό δεν αποτελεί αξιόπιστο δείκτη, καθώς υπάρχει μεγάλος αριθμός επανενγραφών και διπλών ή λάθος εγγραφών.
[3]Το ρήμα συναντιέται σε δύο μορφές (schaffen, geschafft = καταφέρνω, εργάζομαι και schaffen, geschaffen = δημιουργώ, πλάθω), αλλά και οι δύο προέρχονται μέσω της ίδιας παλαιογερμανικής ρίζας sċafan από το πρωτογερμανικό skapjaną.
[4]Για τη σημασία αυτού του διακυβεύματος, μπορούμε να θυμηθούμε εδώ για παράδειγμα το σχόλιο του J. Habermas με θέμα τον ρόλο της Γερμανίας στο “ευρωπαϊκο πραξηκόπημα” και τη συμφωνία της 13ης Ιουλίου 2015, μετά το δημοψήφισμα στην Ελλάδα, σύμφωνα με το οποίο η γερμανική κυβέρνηση “διακύβευσε σε μία νύχτα το πολιτικό κεφάλαιο που μια καλύτερη Γερμανία είχε συσσωρεύσει μέσα σε μισό αιώνα” (http://www.theguardian.com/commentisfree/2015/jul/16/jurgen-habermas-eu-greece-debt-deal).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου