Ο εσωτερικός αποκλεισμός της Θεσσαλονίκης: πολιτισμικό σχεδίασμα

του Μιχάλη Μπαρτσίδη




Ο εσωτερικός αποκλεισμός της Θεσσαλονίκης: πολιτισμικό σχεδίασμα*

*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Διάπλους, τ. 29, Δεκέμβριος 2008- Ιανουάριος 2009, Αθήνα




Εδώ και καιρό, έχει αναδειχθεί στο δημόσιο διάλογο η υπόθεση περί της κυρίαρχης εθνικιστικής-πολιτιστικής όψης της Θεσσαλονίκης. Τα πολιτιστικά γεγονότα στα οποία πρωτοστατεί η πόλη δεν είναι λίγα: από τα συλλαλητήρια του ’93 για το Μακεδονικό, στις αντιδράσεις για τη σημαία των παρελάσεων των εθνικών επετείων, στην πολυσχιδή δράση της Μητρόπολης και των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, στην άνθηση της εθνικιστικο-ρατσιστικής προπαγάνδας και φιλολογίας στα τοπικά κανάλια υπο-κουλτούρας, στις εκδηλώσεις «μνήμης» για το Μέγα Αλέξανδρο, στη διαμάχη για την επιβολή χριστιανικού χαρακτήρα στη Ροτόντα, στην ακύρωση του φεστιβάλ ομοφυλοφυλικών ταινιών, στο συμβολικό κάψιμο βιβλίων όπως του Μίμη Ανδρουλάκη και άλλα.
Το αν διαμορφώθηκε τέτοιος ιστορικός χαρακτήρας και τι ακριβώς σημαίνει, καταλληλότερος δείκτης είναι, πράγματι, ο πολιτιστικός. Αυτό που συνέβη τα τελευταία χρόνια είναι μια οπισθοδρόμηση την οποία πρώτοι και καλύτεροι βιώνουν και αναφέρουν καλλιτέχνες και διανοούμενοι αλλά, επιπλέον, είναι δυνατό να πιστοποιηθεί από αντικειμενικά στοιχεία ή γεγονότα.

Η πολιτιστική ζωή δεν είναι μία αλλά πολλές έτσι όπως οριοθετούνται, άλλωστε, από τις διακρίσεις μεταξύ κουλτούρας «ανώτερης» ή «από τα κάτω», αστικής ή λαϊκής, μοντέρνας ή παραδοσιακής κ.λπ. Όσον αφορά την «υψηλή» κουλτούρα η Θεσσαλονίκη με πέντε αξιόλογα Μουσεία – Αρχαιολογικό, Βυζαντινό, Λαογραφικό, ΜΜΣΤ, ΚΜΣΤ- το ΚΘΒΕ και την Πειραματική Σκηνή, το Μέγαρο, την ΚΟΘ, τα Δημήτρια και τη Biennale,  δεν τα πάει και τόσο άσχημα. Ωστόσο, η βασική θέση που υποστηρίζεται στα παρακάτω, διατείνεται ότι η έξαρση του εθνικισμού συνοδεύεται πάντοτε από πολιτιστικές συγκρούσεις, οι οποίες είναι σημαντικότερες μακροπρόθεσμα των αμιγώς πολιτικών, αφορούν δε σε διάφορα πεδία με κρισιμότερο το μορφωτικό. Δεν ανταγωνίζονται μορφωμένοι και αδαείς ή προοδευτικοί και καθυστερημένοι αλλά δύο είδη πολιτικής πνευματικότητας (Foucault). Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να στρέψουμε το βλέμμα μας από την τρέχουσα δημοσιογραφική αντίληψη των πολιτιστικών δεδομένων ενός τόπου σε βαθύτερες πολιτιστικές διεργασίες. Με άλλα λόγια, είναι γονιμότερο να παρακολουθούμε τα πολιτιστικά πράγματα πέρα από την υψηλή κουλτούρα και το mainstream, σε εκείνα τα γεγονότα που επηρεάζουν την παραγωγή των συλλογικών ταυτοτήτων και της κουλτούρας (Williams).
Τι αλληλεπιδράσεις μπορούμε, λοιπόν, να διακρίνουμε ανάμεσα σε πολιτιστικές τάσεις και τις εξελίξεις στη δημόσια σφαίρα, στις συλλογικότητες, στα κοινωνικά δρώμενα; Τι συμβαίνει μετά το ’90 και φαίνεται μια ριζική στροφή σε αντιδραστικά φαινόμενα από το δημόσιο λόγο μέχρι τα πολιτιστικά τεκταινόμενα-«τύπου Ψωμιάδη»;

Το κρυμμένο έγκλημα-Είσοδος

Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από την αναδρομή στην ιστορία της πόλης κατά τον 20οαι. όπου εικονογραφείται η μετάβαση από ένα πολυφυλετικό περιβάλλον προς την εθνικά ομογενοποιημένη πόλη μεταπολεμικώς και, τέλος, προς την πολυχρωμία του σήμερα με την έλευση της νέας γενιάς μεταναστών. Φωτίζοντας το παρελθόν, τις διαδικασίες εθνικής ομογενοποίησης και ενσωμάτωσης ανακαλύπτουμε αυτό που υπάρχει, που κρύβεται κάτω από αυτή την πόλη. Πώς αποκωδικοποιείται αυτή η ιστορική «ιδιομορφία»; Με ποιον τρόπο στηρίζεται η παρούσα έξαρση εθνικισμού σε ό,τι προηγήθηκε; Πώς συνδέονται τα σημερινά γεγονότα και φαινόμενα με το παρελθόν της πόλης; Υπάρχει μια γραμμική συνέχεια αυτής της παράδοσης;
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι παρόμοια κατάσταση «στροφής στον εαυτό» και περιορισμού των ανταλλαγών με τους άλλους, παρατηρείται και σε άλλους τόπους της ελληνικής επαρχιακής ζωής, όπου συνυπάρχουν αναζήτηση και τετριμμένο, μοντέρνο και παράδοση, γενικότερα πρόοδος και συντήρηση.
Ωστόσο, στη Θεσσαλονίκη η συνύπαρξη των δυο τάσεων λαμβάνει μια συγκρουσιακή μορφή. «Η (κάθε) πόλη είναι θεμελιωμένη πάνω σε ένα έγκλημα», λέει η Κρίστα Βολφ στη Μήδειά της. Το έγκλημα αναφέρεται συμβολικά στη βία και στους αποκλεισμούς που προϋποθέτει κάθε πολιτική κρατική θέσμιση. Εδώ, όμως, συγκεκριμένα πρόκειται για σύγκρουση για την νομή και διατήρηση της εξουσίας μέσω του ταμπού της δισχιλιετούς ελληνοχριστιανικής ακριτικής Συμβασιλεύουσας. Το διακύβευμα σε μια «ακριτική πόλη-όριο» αφορά τον αμιγή πολιτιστικό, εθνικό χαρακτήρα και ταυτότητα όλης της περιοχής των Νέων Χωρών. Ανάμεσα στην εκδίωξη διαφόρων εθνοτικών ομάδων εμβληματική είναι εκείνη της πολυπληθούς εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Η σύγκρουση, υπ’ αυτή την έννοια πάντοτε αναδρομική, αποκτά την ιστορική της ένταση από το φάντασμα αυτού του εγκλήματος που καταδιώκει διαρκώς το ανειρήνευτο παρόν της Πόλης. Ο ανταγωνισμός μετατρέπεται σε σύγκρουση δύο λαών.
Στη μακρά ιστορία του εθνικισμού της πόλης εντοπίζονται από τους ιστορικούς ορισμένες τομές μέσα από τις οποίες αυτή εξελίσσεται. Θα ήθελα να περιοριστώ στην πρόσφατη περίοδο, όπου κατά τη γνώμη μου εντοπίζεται μια ιστορική τομή, μετά την οποία δικαιούμαστε να μιλάμε για νέα φαινόμενα. Γενικά, από τα τέλη του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90 εξελίσσεται μια μεγάλη τριπλή αλλαγή που σχετίζεται με την «εσωτερική αποδυνάμωση» του εθνο-κοινωνικού Κράτους, την κρίση και έλλειψη των συλλογικών ιδεωδών και, τρίτον, τα σύγχρονα μεταναστευτικά ρεύματα. Η κρίση της λαϊκής κυριαρχίας, με την έννοια ότι οι «από κάτω» δεν μπορούν να ελέγχουν πλέον τους εκπροσώπους τους, επεκτείνεται από το συλλογικό φαντασιακό στην πεποίθηση ότι αυτοί ελέγχονται από κάπου αλλού, από κέντρα αδιαφανή και υπερκείμενα. Η διαδικασία αυτή αποτελεί, όπως γνωρίζουμε, την κύρια πλευρά των φαινομένων που ονομάζουμε κρίση της δημοκρατίας και της πολιτικής. Συγχρόνως, η κατάρρευση των ποικίλων εκδοχών του ανθρωπιστικού ιδεώδους όπως ενσαρκώνονταν στην πρόοδο, στο Κράτος και τον πολιτισμό προκαλεί μείζονα πολιτιστική κρίση με το μπλοκάρισμα της παραγωγής ταυτοτήτων, δηλαδή πολιτών υποκειμένων σε σχέσεις εξουσίας. Το γεγονός ότι ευρύτερα λαϊκά στρώματα και ομάδες της εργατικής τάξης αισθάνονται ότι απειλούνται, οφείλεται σε συνδυασμό συνδρόμου ανασφάλειας και συνδρόμου πανικού ταυτότητας. Ένας ειδικός συντονισμός βραχυκυκλώνει εξωτερικά και εσωτερικά αίτια «καίγοντας τις ασφάλειες». Ως αποτέλεσμα αυτών αναπτύσσονται κινήματα διεκδίκησης της «εθνικής προτίμησης» έναντι των «άλλων», υποστηριζόμενα από την πολιτιστική στροφή «εις εαυτόν» και στις «ριζικές αξίες».
Μπορούμε να πούμε, πρώτον, ότι πρόκειται για νέα φαινόμενα πολιτιστικής καταφυγής και υπεράσπισης κουλτούρας και ταυτότητας. Διαθέτουν μια ηθικότητα και πνευματικότητα που τα διαφοροποιεί, στο σύνολό τους, από το λαϊκιστικό κιτς για παράδειγμα, της χουντικής περιόδου. Και δεύτερον, ότι υπάρχει όντως μια σχέση με το παρελθόν της πόλης, αλλά και της ενδοχώρας της στη Βόρειο Ελλάδα, με την έννοια ότι τα νέα φαινόμενα για να εκδηλωθούν αναζητούν να συνδεθούν και στηρίζονται σε κάποιες προϋπάρχουσες παραδόσεις ιδεολογίας και πολιτικής, μορφών οργάνωσης, ζωής και κουλτούρας. Με απλά λόγια, νέες μορφές που διαθέτουν μια «πνευματικότητα» αρθρώνονται με προγενέστερες πιο «υλικές». Διαμορφώνεται, παράλληλα, μια προσίδια «επαγγελματική» ιστορική σκέψη καθώς και μια «σκέψη των μαζών». Τα κινήματα κουλτούρας θέλουν να γνωρίσουν άμεσα, πλήρως και συνολικά, να καλύψουν την έλλειψη και τα κενά με απόλυτες ηθικές αρχές παράγοντας, συνεπώς, μονοσήμαντες ταυτότητες. Η προσέγγισή μας διαχωρίζεται από εκείνη της «ορθολογικής» κριτικής τους ως εθνικιστικολαικιστικών, ενδιαφερόμαστε για την κατανόησή τους και δεν θεωρούμε πανάκεια να αντιπροτείνουμε την θεσμική πολιτική. Είναι δυνατόν, άραγε, η μόνη απάντηση σε αυτά να περιορίζεται στην κρατική πολιτική και μάλιστα σε μια περιορισμένη «θεσμική» πολιτική των ειδημόνων;
Όπως υποδηλώνει ο όρος «διεκδίκηση» πρόκειται για κινήματα της «εθνικής προτίμησης» στα οποία, με την αναδρομική ισχύ της έννοιας, η περιοχή ιστορικά διαθέτει μεγάλη παράδοση. Το αίτημά τους έχει ως αποτέλεσμα κοινωνικούς και πολιτικούς αποκλεισμούς.





Το εσωτερικό όριο- μια ιστορία κατάκτησης

«Ανοχύρωτη πόλη ψιθύριζαν κηρύχτηκε ανοχύρωτη», Κλείτος Κύρου στο ποίημα Εισβολή

Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης οι νέες πολιτιστικές συγκρούσεις συνδέονται με εκείνες της προγενέστερης γενιάς με βάση ένα κοινό στοιχείο. Πρόκειται για μια «πολιορκία εκ των έσω»: έναντι μιας τάσης ιστορικά «αθώας», πολυφυλετικής, ανοιχτής στο μοντέρνο και συγχρόνως χωνευτήρι παραδόσεων αναπτύσσεται μια τάση κουτοπόνηρη, υστερόβουλη, υποκριτική και στενοκέφαλη, υποβολιμαία, χυδαία χωρίς καμιά συλλογική ευαισθησία. Μια τάση κατακτητική κάθε παρελθόντος και παρόντος δημόσιου χώρου, τάση με απαραίτητο «πνευματικό συμπλήρωμα» το εθνικό ιδεώδες, στο οποίο ως εσωτερικό και υπερβατικό αναφέρεται η κουλτούρα (kultur). Επεκτατική και κατακτητική αφενός του δημόσιου χώρου και αφετέρου της σύνθετης ανθρώπινης ιδιότητας των πολιτών, μεταβάλλει τις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις, τα συναισθήματα, τα γούστα και τις ανοχές, τις αντοχές και τις «ισορροπίες» του λαού (Fanon) σε κοινοτυπίες, σε ταυτοτική υστερία, σε θαλπωρή του μονοσήμαντου και στην τεμπελιά του νομέα. Το όνομα του κέντρου αυτής της επιχείρησης είναι: ο Δήμος.
Βεβαίως ο δημόσιος χώρος δεν είναι στατικός, ανασυγκροτείται σε άλλες γραμμές και μορφές γι αυτό είναι εφικτή πάντοτε η ανάκτηση του και η αναδιανομή των κοινών αγαθών. Επιμένουμε όμως στην περιγραφή με όρους κατάκτησης για να τονίσουμε ότι πρόκειται για τη συγκρότηση μιας κοινωνικής συμμαχίας και ηγεμονίας βάσει προνομίων η οποία δεν αρκείται στο μέρος που της ανήκει αλλά διεκδικεί το όλον.
Ιδιοποιείται το παρελθόν εξαφανίζοντας μνημονικά ίχνη που βρίσκονταν παντού στο σώμα της Πόλης, διαγράφοντας παραδόσεις. Μνημεία της Αρχαίας περιόδου αλλά ακόμη και εκκλησίες της Βυζαντινής δεν συντηρούνται ή δεν αναδεικνύονται ενώ παράλληλα χτίζονται, εντελώς ανεξήγητα, δεκάδες νέες. Όσον αφορά τη Νεότερη, σπουδαία μνημεία της Οθωμανικής και της Εβραϊκής παράδοσης παρέμειναν μέχρι την Πολιτιστική Πρωτεύουσα του 1997 ερείπια, άγνωστα με τα παλιά τους ονόματα. Τότε άρχισαν να συντηρούνται το Γιαχουντί Χαμάμ και το Μπέη Χαμάμ, ακολούθησε το Μπεζεστένι και το Αλατζά Ιμαρέτ, ενώ περιμένει το Χαμζά Μπέη Τζαμί(Αλκαζάρ). Σκανδαλώδες γεγονός ότι δεν υπήρχε ένα μνημείο για το Ολοκαύτωμα πενήντα χιλιάδων εβραίων κατοίκων της.
 Επινοεί διαρκώς ένα άλλο παρόν κάνοντας την τρίχα τριχιά: αξιολογεί τα σημαντικά ζητήματα με κριτήρια του εξωραισμού, της θρησκευτικής και εθνικής επιλογής. Μια πόλη κατάσπαρτη από αγάλματα εθνικών και θρησκευτικών «προσωπικοτήτων». Αν μελετήσει κανείς τις προτάσεις για ένταξη εκδηλώσεων «υπό την αιγίδα του Δήμου» θα καταθλιβεί από όσα προτιμούνται υποβαθμίζοντας αυτομάτως άλλα που θα έφερναν την πόλη σε υψηλότερο επίπεδο διεθνούς αίγλης.
 Αποκόπτει κάθε εσωτερικό διάλογο και επικοινωνία μεταξύ των πολλαπλών στοιχείων της ταυτότητας της πόλης. Διαλύει κάθε συλλογική διαδικασία της ως πολιτικού σώματος αυτοκαταστρέφοντας τους δημόσιους χώρους συνάντησης, συζήτησης. Αν δημιουργούνται κάποιοι νέοι όπως η πλατεία Δικαστηρίων κάτω από τη Ρωμαική Αγορά αυτό οφείλεται στη συνάθροιση των μεταναστών που συζητάνε, διακινούν πληροφορίες για την αγορά εργασίας και το εμπόριο τους, παίζουνε ντόμινο στα παγκάκια και στα τοιχάκια.
Αποκλείει κάθε μέλλον αφού μειώνει τις πολυσημίες, ανάγει την ιστορικότητα και απλοποιεί τη σύνθεση της ισορροπίας εκείνης που καθιστά τον λαό, λαό ή τον άνθρωπο πολίτη ή τους χώρους σε τόπο. Ο αποκλεισμός τμημάτων του κόσμου και της πραγματικότητας της πόλης από την συλλογική αντίληψη των κατοίκων-πολιτών, από την θεσμική αναγνώριση και την αναπαράσταση τους μετατρέπεται, κατά τη συγκρότηση της ταυτότητας του Θεσσαλονικιού αλλά και της πόλης συνολικά, σε εσωτερικό αποκλεισμό ενός μέρους του ίδιου του εαυτού του- της. Μεταβάλλει το όριο που όλοι, αλλά και η πόλη ως συλλογικό άτομο, έχουμε μέσα μας για να διαβούμε μετατρέποντας τη διαφορά με τους άλλους σε σύνθετη ταυτότητα μας(Balibar), αυτό το όριο επικοινωνίας μεταβάλλεται σε φράχτη και εμπόδιο.
Ωστόσο, από πού αυτό το κατακτητικό και ιδιοποιητικό «πνεύμα», άραγε, αντλεί την πνευματικότητα, την ηθικότητα του; Όταν δεν αρκεί το εθνικό ιδεώδες τότε περιβάλλεται την λεοντή της αντίστασης έναντι κάποιου εξωτερικού εχθρού. Συγχωνεύεται με τις νέες μορφές κινημάτων υπεράσπισης της «ψυχής» και δανείζεται από κει την ηθικότητα που απαιτείται. Κι όμως!
Σύμφωνα με τη διατύπωση του ποιητή Μάρκου Μέσκου: «η Θεσσαλονίκη πολιορκείται πάντοτε εκ των έσω». Η δήλωση αυτή ενέχει μια εντυπωσιακή ταύτιση αλλά με την αντίθετη ακριβώς σημασία με εκείνη του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμου, όπως διατυπώθηκε καίρια τον Σεπτέμβριο του 2005 στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης: «Ο εχθρός είναι εκ των ένδον».
Ποιος άραγε είναι ο εσωτερικός εχθρός κατά τον Μητροπολίτη; Ποιο είναι αυτό που βρίσκεται «ένδον», δηλαδή από τα μέσα, που έχει παρεισφρήσει και διεισδύσει ύπουλα, που εισήλθε ήδη; Προφανώς δεν είναι ο συνήθης, μετεμφυλιοπολεμικός και οι παραφυάδες του. Κατά τη γνώμη μας, συμβαίνει μια μετατόπιση του λόγου και των στόχων του εθνικιστικού κινήματος. Ο εχθρός εντός των πυλών είναι οι μετανάστες και οι νέες μειονοτικές ομάδες. Καθώς εδραιώνονται και πληθύνονται, δεν μπορεί παρά να έρθει η ώρα να ψηφίσουν. Ανεπίτρεπτο, αδιανόητο! καθόσον αποτελούν κίνδυνο και μέσο υπονόμευσης του έθνους την οποία απεργάζονται η παγκοσμιοποίηση, οι Αμερικανοί και πίσω από αυτούς οι Εβραίοι! Εδώ κλείνει ο ερμηνευτικός κύκλος που θέτει στην αρχή και ξαναβρίσκει στο τέλος την Αιτία-Εβραίοι, ένας ενάρετος –φαύλος κύκλος.



Τα «πνευματικά εργαστήρια»
 Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να δούμε τις μορφές επανασύνδεσης των κινήσεων αυτών με τις μορφές οργάνωσης και τρόπου ζωής που παρέχει η παράδοση στη Θεσσαλονίκη και στη Βόρειο Ελλάδα. Η ιστορία της Θεσσαλονίκης είναι μια συνεχής διεκδίκηση και ανταγωνισμός με «τον εκ των ένδον εχθρό». Όπως η μια τάση ερευνά και θυμίζει το πολυπολιτισμικό παρελθόν της πόλης, κατά ανάλογο τρόπο, και η άλλη τάση επαναδιεκδικεί την ιστορία. Πάνω στην αφήγηση της ιστορίας της πόλης εγγράφονται αφηγήσεις με τις οποίες συνάπτονται νέες κοινωνικές συμμαχίες. Οι αρμοί που συνδέουν το κοινωνικοπολιτικό επίπεδο με το πολιτιστικό συγκροτούνται από τα ποικιλόμορφα «εργαστήρια».
Από την μια πλευρά, στην κυρίαρχη, συναντώνται άτομα και ομάδες ποικίλης κοινωνικής και πολιτικής προέλευσης, στις διεκδικήσεις της συντάσσονται οι «υπεράνω υποψίας» εθνικοί πολίτες. Τα νέα ρεύματα είναι μαζικά γιατί διαθέτουν πολλαπλότητα. Πάνω στο παλιό «έγκλημα» της βίαιης εθνικής ομογενοποίησης επικάθεται μια νέα αφήγηση που το σημασιοδοτεί διαφορετικά. Πριν από ογδόντα χρόνια είχαμε μετατροπή της εδαφικής κατοχής σε εθνικά ομογενοποιημένη κρατική εθνική κυριαρχία. Αργότερα, επί πενήντα χρόνια, είχαμε την προτίμηση των «εθνικοφρόνων». Τώρα, αποσιωπώντας τα ιστορικά προηγούμενα υπερασπίζονται ένα κεκτημένο, διεκδικούν ένα μέλλον υπερασπιζόμενοι την ιδιότητα του εθνικού πολίτη και των προνομίων που την συνοδεύουν.
Το στρατηγείο βρίσκεται εγκατεστημένο στο πιο ορατό σημείο της πόλης, την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Στο ίδιο επίπεδο υψηλού ρόλου ελέγχου και σχεδιασμού τα τελευταία χρόνια βρίσκεται και η Μητρόπολη. Με τη συνεπικουρία Νομαρχίας και Δήμου από κει και κάτω μια συνεχής ίδρυση παράλληλων θεσμών: παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, ενώσεις καταγωγής, αθλητικά σωματεία κ.λπ. συγκροτούν το πλέγμα-δίκτυο αυτής της διεκδίκησης. «Ενώσεις συγγραφέων» σε μαζικές εκδηλώσεις βραβεύουν εφήβους ποιητές ή και μεγαλύτερης ηλικίας «δόκιμους». Μια κατάντια επενδυμένη με ανθοδέσμες, «επίχρυσα» αγαλματίδια, αναμνηστικές πλάκες, χορωδίες «Μακεδόνων» και άπειρα σχολεία. Στο ίδιο κλίμα εκθέσεις ζωγράφων που προωθούνται από το Δημοτικό τους Διαμέρισμα για εκλογικούς λόγους.
Θα είχε ενδιαφέρον να μελετηθεί ιστορικά ο ρόλος των ενώσεων και ομοσπονδιών που έδρασαν στη Θεσσαλονίκη: καταρχήν, τα Δυτικομακεδονικά, της Χαλκιδικής και του Παγγαίου, μετά τα προσφυγικά και, ύστερα, εκείνα του βορείου τόξου εκτός συνόρων (Στρώμνιτσας, Μοναστηρίου κ.λπ.). Οι οργανώσεις-σωματεία αποτελούσαν ένα μεγάλο χώρο παραγωγής ιδεολογίας από τα κάτω, διαπλοκής με την εξουσία και με το κομματικό φαινόμενο αλλά και με πλούσιο έργο αλληλο-υποστήριξης και φιλανθρωπικής δράσης.
Το πίσω πρόσωπο της πόλης την κρατά πεισματικά σε επαρχιακό επίπεδο, διαχειρίζεται το λαό με εκείνο το αίσθημα του πολυπληθούς και κλειστού, από το οποίο αναζωογονείται η τοπική εξουσία.

Η «άλλη» κληρονομιά

Αποφεύγοντας τις παρεξηγήσεις που δημιουργεί ένα σχήμα ταλάντωσης ή παλινδρόμησης ανάμεσα σε πριν και μετά, σε παλιό και νέο, οφείλουμε να μελετούμε τις εσωτερικές εντάσεις κάθε σύνθετης κατάστασης. Διευκρινίζοντας την ανωτέρω διαλεκτική της σύνθεσης και των μετασχηματισμών όπου οι τάσεις διασχίζουν η μια την άλλη, ας τολμήσουμε το ερμηνευτικό σχήμα της διπλής κληρονομιάς: από τη μια, η κληρονομιά της «εθνικής προτίμησης», της ασφάλειας του καταφυγίου, των απόλυτων ηθικών πολιτιστικών αρχών, της ηθικής πολιτικής και από την άλλη, η κληρονομιά της συλλογικής σιγουριάς, της δημιουργικής διαχείρισης των κοινών αγαθών, της εξωτερίκευσης και επικοινωνίας, της πολιτικής ηθικής.
Η «άλλη Θεσσαλονίκη» ξεκινάει από τον Μπεναρόγια, από τους «κοινωνικούς» ποιητές στο πνεύμα του Ναζίμ Χικμέτ, περνάει στους ποιητές της «ήττας» με τον Αναγνωστάκη, τον Κλείτο Κύρου, τον Θασίτη και από κει στο νέο «δημιουργικό» κλίμα της δεκαετίας του ’80.
Στην καμπή του ’80 εμφανίστηκαν ενδιαφέροντα πολιτιστικά στοιχεία αρκετά από τα οποία επειδή είχαν επιτυχία εγκαθιδρύθηκαν και συνεχίζουν σήμερα θεσμικά. Το λογοτεχνικό περιοδικό Εντευκτήριο με τον δικό του υπόγειο χώρο εκδηλώσεων. Χωρίς να έχει τον ίδιο χαρακτήρα εντούτοις συνεχίζει την παράδοση της Κριτικής και της Διαγωνίου. Ύστατη αναλαμπή της πνευματικής προηγούμενης Θεσσαλονίκης στα τέλη του 80 μπορεί να θεωρηθεί  ο τόμος Ιδίοις αναλώμασιν και οι εκδόσεις Χειρόγραφα από μια ομάδα της γενιάς του 60- Πίστας, Μέσκος, Ευαγγέλλου, Μάρκογλου, Λαχάς, Καζαντζής, Σιμώτας, Μπακόλας, Καραγιάννη, Γεωργιάδης- με διαφορετικούς πνευματικούς ορίζοντες στη συνέχεια. Στη φωτογραφία, ο πρωτοπόρος από το 60 Γιάννης Στυλιανού και, αργότερα, οι πρωτεργάτες της Φωτοσυγκυρίας που μετεξελίχθηκε στο Μουσείο Φωτογραφίας. Εμφανίζονται εναλλακτικά περιοδικά, κοινωνικοπολιτικά όπως η Προοπτική, τα freepress με γενάρχη τον Εξώστη, τα fanzine press, τα ανεξάρτητα ραδιόφωνα, η νέα ροκ σκηνή με συγκροτήματα και ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες(Ano kato Records), το νέο ρεύμα στη λαϊκή μπαλάντα(Παπάζογλου, Μάλαμας, Ζήκας), εναλλακτικοί χώροι εκδηλώσεων και διασκέδασης από τις καταλήψεις έως τον Μύλο.
Δημιουργήθηκε η Πειραματική Σκηνή Τέχνης που εκτός από τα δικά της έργα στη σκηνή δημιούργησε και τον πρωτοποριακό θεσμό της Θεατρικής Άνοιξης φέρνοντας επί χρόνια στη Θεσσαλονίκη εναλλακτικά θεατρικά/ και χοροθεατρικά σχήματα. Επιπλέον, πρωτοπόρο ρόλο έπαιξε ο Ντανιέλ Λομέλ  ως διδασκαλία, χορογραφία αλλά και ερμηνεία στο Χοροθέατρο τη δεκαετία του 80. Εκείνη την εποχή δημιουργήθηκε και η Παράθλαση (Μόνα Κιτσοπούλου, Γκασνάκης) και αμέσως μετά ο Τειρεσίας (Πέτρος Ζηβανός, Βαγγέλης Οικονόμου, Ναζίρης κλπ). Λίγο αργότερα το πρωτοποριακό Θεατρικό Εργοτάξιο του Δήμου Σταυρούπολης υπό τη διδασκαλία της Ισαβέλλας Μαρτζοπούλου.

«…δεν θέλω να σκέφτομαι συνομωσιολογικά, απλά τα γεγονότα συνέβησαν έτσι, υπήρχε ζωή στους δρόμους, υπήρχε ανησυχία, υπήρχε ένταση, κάναμε μουσική διότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς, θέλαμε να κάνουμε κάτι. (παύση) Και μετά ξαφνικά, ήρθε η πρέζα… άρχισαν σιγά-σιγά οι δεξιοί να παίρνουν το πάνω χέρι, οι παπάδες, το σκυλάδικο, ε και φτάσαμε τώρα που έχουμε τον Ψωμιάδη, τον Παπαγεωργόπουλο, τον Μητροπολίτη τον πώς τον λένε… Μεταμορφώθηκε η πόλη. Ζει τα χειρότερά της. Ελπίζω να έχει φτάσει στον πάτο και να αρχίσει να ανεβαίνει...». Γιάννης Αγγελάκας, συνέντευξη στο Mad.

Αυτή η άνθηση του ’80 ανακόπηκε, ηττήθηκε στον ανταγωνισμό αφήνοντας βεβαίως εκκρεμότητες και παρακαταθήκες. Δεν εννοούμε μια γραμμική συνέχεια αλλά περισσότερο ότι η κληρονομιά εκβάλλει υπογείως, ότι θρέφονται ανάλογες καταστάσεις, όχι ως άμεση αντανάκλαση αλλά ως έμμεση και, υπό μια έννοια, πιο πλήρη.
Επί των ημερών μας ζωντανά υπάρχουν τα «άλλα εργαστήρια»: εικαστικών ενδεικτικά του Ζογλοπίτη, του Κωνσταντινίδη, του Παπαζαχαρίου, του Μαβίδη, του φωτογράφου Βανίδη κ.α. Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι και καταξιωμένοι συγγραφείς, χωρίς να αποτελούν όμως πόλους, ενδεικτικά ο Βασιλειάδης, ο αναχωρήσας Τάσος Χατζητάτσης, ο Καλούτσας, ο Μίγγας, ο Κοροβίνης, ο Σαρίκας και οι φίλοι των περιοδικών Πανοπτικόν, Ένεκεν κ.α.
Η είσοδος μεταναστών μουσικών επάνδρωσε τα Ωδεία, την ΚΟΘ, με μουσικούς υψηλού επιπέδου. Δυστυχώς αποτελεί γεγονός ότι το πιο μαζικό Πανεπιστήμιο, που βρίσκεται εξάλλου στο κέντρο της πόλης, δεν είναι παρόν στην πολιτιστική ζωή της. Τα πανεπιστημιακά μουσικά τμήματα αλλά και τα τρία Ωδεία βγάζουν φοιτητές νέους μουσικούς με τους οποίους απαρτίζονται οι χορωδίες και οι ορχήστρες της πόλης δημιουργώντας σε ένα κλίμα αισιοδοξίας και προόδου. Η ζωντανή σκηνή ροκ συνεχίζει καθώς και οι γκραφιτάδες και τα gaybar με μουσικές dragqueen παραστάσεις.
 Οι άνθρωποι του θεάτρου συνεχίζουν και σήμερα μια πλούσια δραστηριότητα. Είναι απαραίτητη η καταγραφή της ζωής των Θεσσαλονικιώτικων «υπόγειων χώρων τέχνης» που αυξάνονται συνεχώς. Υπόγεια μη χρηματοδοτημένα από σπόνσορες και κρατικές δομές, μη θεσμισμένα και μη … καταγεγραμμένα, είναι η πολιτισμική ανάσα αυτής της πόλης, αυτά που πέρυσι απείλησε να πνίξει η Δημοτική αρχή. Τα υπόγεια εργαστήρια τέχνης τη δεκαετία του 80 ως και το 1995 ήταν περί τα πέντε- έξι. Σήμερα υπάρχουν τουλάχιστον 40 χωρίς να συνυπολογίζουμε τα διάφορα «εναλλακτικά» μπαράκια που λειτουργούν κάποιες ώρες την ημέρα σα studio για πρόβες μουσικών σχημάτων και το βράδυ με live μουσική ή dj αυτοσχεδιασμούς. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα «υπόγεια εργαστήρια τέχνης»: Ακτίς Αελίου, Παράθλαση, Νέμεση, Τειρεσίας, Μικρό Θέατρο, Vis Motrix, Ούγκα Κλάρα, AlmaKalma, Φλέμινγκ, Χώρος, Τεχνουργείο, Παραναουέ, Ars Moriendis.
Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι όλο και περισσότερο στα καλλιτεχνικά δρώμενα το πρωτοποριακό, το εναλλακτικό, το «άλλο» εκδιώκεται από το «θεσμισμένο» αυτής της πόλης με αποκορύφωμα πέρυσι που ο Δήμαρχός μας εξαπέλυσε ένα πογκρόμ εναντίον όλων των καλλιτεχνικών σχημάτων που είχαν έδρα υπόγεια “απειλώντας πως θα τα κλείσει όλα εάν δεν κατασκευάσουν κανονικά θέατρα με ευρωπαϊκές προδιαγραφές και μάλιστα με αυτοχρηματοδότηση!!!” Τελευταία στιγμή, με παρέμβαση σύσσωμης της αντιπολίτευσης σώθηκαν τα «υπόγεια της τέχνης» ενώ αρκετά θεατράκια (π.χ. Νέμεση) δε λειτούργησαν για βδομάδες γιατί έστειλε τη Δημοτική Αστυνομία με ένταλμα και τα “σφράγισε”.
Συμπερασματικά, δεν συγκροτούνται πλέον ρεύματα ή σχολές αλλά αυτό που μένει σήμερα είναι ότι τα υπάρχοντα στοιχεία δουλεύουν και φέρνουν άλλα, παρέχουν ορισμένα δεδομένα και ταυτότητες. Ίσως, πάνω απ΄ όλους, χάρη στους ποιητές που συνεχίζουν την παράδοση σχεδόν απαρατήρητοι…

Το σωσίβιο έγκλημα-Έξοδος

Όπως είπαμε, η κατακτητική τάση μερικές φορές περιβάλλεται την λεοντή της αντίστασης. Τότε γελοιοποιείται. Ευτυχώς! Γιατί δίνει, και πάλι, μια ευκαιρία, μια δυνατότητα για αυτή την άλλη κληρονομιά. Η ευκαιρία της «άλλης Θεσσαλονίκης» στηρίζεται στα ανοιχτά και μη ανασφαλή πνεύματα, στους κληρονόμους της πολυσημίας και της κουλτούρας της συνύπαρξης, να συγκροτήσουν την αγαθή μερίδα, αυτή τη φορά, της αντίστασης μέσα από την κυκλοφορία, την επικοινωνία, τη διάβαση του εσωτερικού ορίου έναντι του μπλοκαρίσματος, της αυτοκαταστροφής και της διάλυσης. Τα κινήματα πολιτών, οι συλλογικότητες, οι ομάδες γύρω από πραγματικούς και virtual χώρους και όλες οι πολιτιστικές δυνάμεις που αναφέραμε οφείλουν να μπολιάσουν την πολιτική, με τη σειρά τους, με μια «πνευματικότητα». Έτσι με την αντίστροφη κίνηση από τον εσωτερικό εαυτό προς την πολιτική, δηλαδή με μια εξωτερίκευση, με μια έξοδο να την επανεπινοήσουν ως πολιτιστική πολιτική που ανατρέπει την κυριαρχία του κλειστού και απόλυτου ηθικολογικού μοντέλου κουλτούρας και παράγει σύνθετες ταυτότητες. Δεν μιλάμε μόνο για επίσημους θεσμούς και για «υποδομές», ούτε για καλύτερα προγράμματα των Δημητρίων.
Αν και αναζητήσαμε την πολιτιστική διάσταση της εντόπιας δυναστείας, τη διαχείριση εκ μέρους της του εσωτερικού πνευματικού ορίου, μας ξαφνιάζει ευχάριστα που ο ποιητής, χρησιμοποιώντας τους ίδιους όρους και έννοιες, προτείνει μια πιο πολεμική λύση, μια λύση-έξοδο.

«Υπ’ αυτήν την έννοια, Ο Τουφεκισμός της Σαλονίκης είναι πράγματι ένα ηρωικό ποίημα… (όπου) δολοφονείται η δολοφόνος πόλη με μια ομαδική απόφαση απελευθερωτικού χαρακτήρα...Έχουμε, εν ολίγοις, μία επανάσταση εναντίον ενός εντόπιου δυνάστη, μία εξέγερση εναντίον ενός εσωτερικού εχθρού, κάτι σαν εθνεγερσία εναντίον ενός κατακτητή ο οποίος δεν είναι αλλοδαπός αλλά ομογενής» Δημήτρη Δημητριάδη, «Το σωσίβιο έγκλημα», Πρόγραμμα της παράστασης Ο τουφεκισμός της Σαλονίκης, Λογοτεχνικά πρωινά της Κυριακής 30-11-2008, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.

Ας μη γελιόμαστε, εξίσου και πιο στοχαστικά ο ποιητής δείχνει όχι μια ματαίωση, μια εκδίκηση σε ένα εμφύλιο αλλά μια Μακμπεθικού τύπου αλλαγή εξουσίας, μια ωμή δολοφονία για την ανάκτηση του δημόσιου χώρου. Αλλά εκτός από την πολιτιστική πολιτική της θεσμικής σύστασης, η έξοδος αποτελεί το σπάσιμο του εσωτερικού αποκλεισμού και, συγχρόνως, μια πράξη σύστασης.-

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου